- Μηκιστέα
- Μηκιστέᾱ , Μηκιστεύςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
ευρύαλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα από το Άργος. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Ήταν ένας από τους επιγόνους των Επτά επί Θήβαις. 2. Ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. 3. Ένας από τους γιους του Οδυσσέα από την Ευίπη … Dictionary of Greek
όδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα και αδελφός του Επίστροφου, ηγεμόνας των Αλιζώνων της Βιθυνίας. Πολέμησε μαζί με τους Τρώες. Τον σκότωσε ο Αγαμέμνων. 2. Κήρυκας των Αχαιών στο ελληνικό στρατόπεδο της Τροίας. 3. Πυθαγόρειος… … Dictionary of Greek
Επίγονοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Ονομασία που έφεραν οι γιοι των επτά αρχηγών που εκστράτευσαν εναντίον της Θήβας για να εκδικηθούν τον φόνο των πατέρων τους. Οι Ε. επανέλαβαν τον πόλεμο δέκα χρόνια αργότερα υπό την ηγεσία του Αδράστου και του γιου του,… … Dictionary of Greek